χιλίαρχος

χιλίαρχος
ο, ΝΜΑ, και χειλίαρχος Α
στρ. διοικητής χιλίων ανδρών, χιλιαρχίας
νεοελλ.
(κατά την εποχή τής Επανάστασης και, ιδίως, τού Καποδίστρια) διοικητής μεγάλης στρατιωτικής μονάδας
αρχ.
1. (στους Πέρσες και στους Μακεδόνες) τίτλος αξιωματούχου τής βασιλικής Αυλής («ἡ δὲ τοῡ χιλιάρχου τάξις καὶ προσαγωγὴ τὸ μὲν πρῶτον ὑπὸ τῶν Περσικῶν βασιλέων ἐς ὄνομα καὶ δόξαν προήχθη», Διόδ.)
2. (στους Ρωμαίους) διοικητής ρωμαϊκής λεγεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)-* + -αρχος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χιλίαρχος — χῑλίαρχος , χιλίαρχος captain over a thousand masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιλίαρχος — ο 1. αυτός που έχει κάτω από τις διαταγές του χίλιους άντρες. 2. στην εποχή του Καποδίστρια, ο διοικητής στρατιωτικής μονάδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Хилиарх — (Χιλίαρχος) (греч. стр.) у македонян и в Египте у Птолемеев должность командира хилиархии, т. е. тысячи легковооруженных (от χίλιοι: = тысяча), хотя теоретически хилиархия, составляя 1/16 часть фаланги и делясь на 2 пентесиархии, или 4 синтагмы,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ХИЛИАРХ —    • Χιλίαρχος,          у греков предводитель хилиархии, которая состояла из 1024 человек и располагалась в фаланге так, что во фронте стояло 64 человека. ср. Phalanx, Фаланга …   Реальный словарь классических древностей

  • Claudius Lysias — is a figure mentioned in the New Testament book of the Acts of the Apostles. According to Acts 21:31 24:22, Lysias was a Roman Tribune and the commander (chiliarch) of the Roman garrison ( cohort Acts 21:31) in Jerusalem. Contents 1 Claudius …   Wikipedia

  • Αναγνωστόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελάκης. Καταγόταν από το Αίγιο. Πήρε μέρος στον Αγώνα ως οπλαρχηγός. 2. Αδάμ. Γεννήθηκε στη Σπάρτη το 1781. Πολέμησε με δικό του στρατιωτικόσώμα και υπό τις διαταγές του Παν. Γιατράκουστο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη,… …   Dictionary of Greek

  • νέαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αγγειοπλάστης και αγγειογράφος (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Φιλοτέχνησε κυρίως αττικά μελανόμορφα αγγεία, ενώ από το έργο του έχουν σωθεί πέντε ενυπόγραφα αγγεία. Δύο θραυσμένοι κάνθαροι από την Ακρόπολη των Αθηνών (σήμερα… …   Dictionary of Greek

  • συγχιλίαρχος — ὁ, Α [χιλίαρχος] συνάδελφος χιλιάρχου, αυτός που και ο ίδιος είναι χιλίαρχος …   Dictionary of Greek

  • χιλιάρχης — ὁ, Α χιλίαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού χιλίαρχος, κατά τα πρωτόκλιτα αρσ. σε ης] …   Dictionary of Greek

  • χιλιαρχία — η, ΝΜΑ [χιλίαρχος] 1. το αξίωμα τού χιλιαρχου 2. στρατιωτικό σώμα χιλίων, περίπου, ανδρών που διοικούσε χιλίαρχος (α. «μέ στείλανε... με τη χιλιαρχία τού Τζαβέλλα», Βλαχογ. β. «ἀπώλεσαν ἐκεῑ ὡς μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν», ΠΔ) αρχ. 1. περσική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”